-
1 ακρωτηριαζω
1) отрубать, отсекать(τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Her.)
2) med. обрубать, лишать носовой части(τὰς τριήρεις Xen.)
3) увечить, обезображивать(πολλοὺς τῶν Σελευκέων Polyb.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
οἱ ἑρμαῖ ἀκρωτηριασθέντες τὰ πρόσωπα Plut. — статуи Гермеса с обезображенными лицами4) образовать мыс, выдаваться в виде мыса -
2 καταβυρσοω
-
3 μετωπηδον
adv. фронтом вперед, тж. в один ряд, в прямую линию(μ. πλεῖν Thuc.)
τὰς πρῴρας ἐς γῆν τρέφαντες πάντες μ. Her. — повернув все корабельные носы к суше и выстроив (их) в один ряд;ἥ μ. ἔφοδος Polyb. — фронтальная атака
См. также в других словарях:
παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español